αλούφαχτος

αλούφαχτος
αλούφαχτος, -η, -ο και αλούφαστος, -η, -ο
αυτός που δε λουφάζει, δεν ησυχάζει: Τα σκυλιά είχαν κάτι μυριστεί, γι' αυτό ήταν αλούφαχτα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αλούφαχτος — η, ο [λουφάζω] αυτός που δεν λούφαξε, δεν ησύχασε ή δεν μπορεί να ησυχάσει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”