- αλούφαχτος
- αλούφαχτος, -η, -ο και αλούφαστος, -η, -οαυτός που δε λουφάζει, δεν ησυχάζει: Τα σκυλιά είχαν κάτι μυριστεί, γι' αυτό ήταν αλούφαχτα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.